δερματοπώλης

δερματοπώλης
ο
πωλητής δερμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δερματοπώλης — ο αυτός που έχει ως επάγγελμα την πώληση δερμάτων, ο τομαράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • βυρσοπώλης — βυρσοπώλης, ο (Α) δερματοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + πώλης < πωλώ] …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • κωδάς — κωδᾱς, ᾱτος, ὁ (Α) [κώας] αυτός που πουλά δέρματα, δερματοπώλης …   Dictionary of Greek

  • σκυτοπώλης — ὁ, Α πωλητής κατεργασμένων δερμάτων, δερματοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + πώλης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”